- ρεζόλες
- οι, Νχημ. συνοπτική ονομασία φαινοπλαστικών ρητινών που βρίσκουν πολυάριθμες εφαρμογές στις βιομηχανίες βερνικιών και βαφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. resol < resin (< λατ. resina < ῥητίνη) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ol].
Dictionary of Greek. 2013.